- πιστούχος
- -ο, Ν1. αυτός που έχει πίστωση2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πιστουχοιαυτοί που παίρνουν πιστώσεις από την τράπεζα καθώς και αυτοί για τους οποίους έχει αποφασιστεί, μετά από αίτησή τους και έλεγχο τών αρμόδιων οργάνων, να παίρνουν ορισμένου ύψους πιστώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστη / πίστ-ωση + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Κ. Α. Κυπριάδη].
Dictionary of Greek. 2013.